ἑοῖο

English (LSJ)

Ep. gen. of ἑός.

French (Bailly abrégé)

gén. épq. de ἑός.

Russian (Dvoretsky)

ἑοῖο: Hom. gen. к ἑός.

Greek (Liddell-Scott)

ἑοῖο: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἑοῦ, γεν. τοῦ ἑός, πατρὸς ἑοῖο Ἰλ. Β. 662· υἷος ἑοῖο Ν. 522, κ. ἀλλ.

English (Autenrieth)

see ἑός.

Greek Monotonic

ἑοῖο: Επικ. αντί ἑοῦ, γεν. του ἑός· ἑοῖς, δοτ. πληθ.