ἑρκίτης

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, name for a farm-slave, Amer. ap. Ath.6.267c. (Written ἑρκῆται in Hsch.)

Greek (Liddell-Scott)

ἑρκίτης: ῑ, ου, ὁ, ὁ ἐν ἀγρῷ οἰκέτης, «Ἀμερίας δὲ ἑρκίτας φησὶ καλεῖσθαι τοὺς κατὰ τοὺς ἀγροὺς οἰκέτας» Ἀθην. 267C, Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 2. σ. 45. 7, Ἡσύχ.

German (Pape)

[ῑ], ὁ, ein Knecht auf dem Gehöft, auf dem Lande, Ath. VI.267c; Vetera Lexica.