ἑρκτή

English (LSJ)

ἡ, lon. for εἱρκτή.

German (Pape)

[Seite 1032] ion. = εἱρκτή, Her. 4, 146. 148.

Russian (Dvoretsky)

ἑρκτή: ἡ ион. Her. = εἱρκτή.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρκτή: ἡ, Ἰων. ἀντὶ εἱρκτή.

Greek Monotonic

ἑρκτή: ἡ, Ιων. αντί εἱρκτή.