ἑσπερικός

English (LSJ)

ή, όν, = ἑσπερινός; Ἑ. μῆλον, = κίτριον, Juba 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἑσπερικός: ή, όν ὁ τῆς ἑσπέρας, τῆς δύσεως, μῆλον ἑσπερικόν, παρὰ τοῖς Λίβυσι, = κιτρίον, Ἰόβας παρ’ Ἀθην. 83C.