ἑσσάομαι

Greek (Liddell-Scott)

ἑσσάομαι: ἡσσάομαι, ἡττῶμαι, καὶ γὰρ ἑσσῶμαι κἠγὼ Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 8. 19.