ἑταίρισμα

English (LSJ)

-ατος, τό, = ἑταιρικὸν τέλος, PGrenf. 2.41 (i A. D., pl.).

Greek Monolingual

ἑταίρισμα, τὸ (Α)
πάπ. ο εταιρικός, ο πορνικός φόρος.