ἑταιρηΐη

English (LSJ)

ἑταιρήϊος, η, ον, Ion. for ἑταιρεία, ἑταιρεῖος, α, on.

German (Pape)

[Seite 1046] u. ἑταιρήϊος, ion. = ἑταιρεία, -ρεῖος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἑταιρεία.

Greek (Liddell-Scott)

ἑταιρηΐη: ἑταιρήϊος, η, ον, Ἰων. ἀντὶ ἑταιρεία, ἑταιρεῖος, α, ον.

Greek Monotonic

ἑταιρηΐη: ἑταιρήϊος, Ιων. αντί ἑταιρεία, ἑταιρεῖος.