ἑτοιμαστικός

German (Pape)

[Seite 1052] zu-, vorbereitend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμαστικός: -ή, -όν, ὁ ἑτοιμάζων, προπαρασκευαστικός, ἑτοιμαστικὴ φωνή, ἡ ἑτοιμάζουσα τὴν ἀκοὴν τῶν ἀνθρώπων, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 764Α καὶ Β.

Greek Monolingual

ἑτοιμαστικός, -ή, -όν (Α) ετοιμαστής
αυτός που ετοιμάζει, που προπαρασκευάζει («ἑτοιμαστικὴ φωνή» — η φωνή που ετοιμάζει την ακοή τών ανθρώπων, Επιφάν.).