ἑτοιμόσβεστος
German (Pape)
[Seite 1053] leicht erlöschend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμόσβεστος: -ον, ὁ ἕτοιμος νὰ σβεσθῇ, «εὐκολόσβυστος», Ψευδο-Χρυσ. τ. 9, σ. 898Α.
[Seite 1053] leicht erlöschend, Sp.
ἑτοιμόσβεστος: -ον, ὁ ἕτοιμος νὰ σβεσθῇ, «εὐκολόσβυστος», Ψευδο-Χρυσ. τ. 9, σ. 898Α.