ἔβλαβεν

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. ao.2 Pass. épq. de βλάπτω.

Greek Monotonic

ἔβλᾰβεν: Επικ. αντί -ησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του βλάπτω.