v. δέχομαι.
3ᵉ sg. de ἐδέγμην.
ἔδεκτο: и δέκτο 3 л. sing. ppf. pass. к δέχομαι.
ἔδεκτο: ἴδε δέχομαι.
see δέχομαι.
ἔδεκτο: γʹ ενικ. Επικ. συγκεκ. αορ. βʹ του δέχομαι.