ἔδεκτο

English (LSJ)

v. δέχομαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. de ἐδέγμην.

Russian (Dvoretsky)

ἔδεκτο: и δέκτο 3 л. sing. ppf. pass. к δέχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἔδεκτο: ἴδε δέχομαι.

English (Autenrieth)

see δέχομαι.

Greek Monotonic

ἔδεκτο: γʹ ενικ. Επικ. συγκεκ. αορ. βʹ του δέχομαι.