aor. 2 of τρέχω.
ao.2 de τρέχω.
ἔδρᾰμον: aor. 2 к τρέχω.
ἔδραμον: ἀόρ. β΄ τοῦ τρέχω.
see τρέχω.
ἔδρᾰμον: αόρ. βʹ του τρέχω.