ἔδραμον

English (LSJ)

aor. 2 of τρέχω.

French (Bailly abrégé)

ao.2 de τρέχω.

Russian (Dvoretsky)

ἔδρᾰμον: aor. 2 к τρέχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔδραμον: ἀόρ. β΄ τοῦ τρέχω.

English (Autenrieth)

see τρέχω.

Greek Monotonic

ἔδρᾰμον: αόρ. βʹ του τρέχω.