ἔδυν

French (Bailly abrégé)

1ᵉ sg. ao.2 de δύω;
3ᵉ pl. poét. ao.2 de δύω.

Greek Monotonic

ἔδῡν: αόρ. βʹ του δύω· επίσης, Επικ. γʹ πληθ. του ἔδυσαν.

Russian (Dvoretsky)

ἔδῡν:
I 1 л. sing. aor. 2 к δύω I.
ἔδῠν: II 3 л. pl. aor. 2 к δύω I.