ἔζευγμαι

French (Bailly abrégé)

v. ζεύγνυμι.

Greek Monotonic

ἔζευγμαι: Παθ. παρακ. του ζεύγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἔζευγμαι: pf. pass. к ζεύγνυμι.