ἔθορον

French (Bailly abrégé)

v. θρῴσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἔθορον: эп. aor. 2 к θρῴσκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔθορον: ἀόρ. β΄ τοῦ θρώσκω, Ὁμ.

English (Autenrieth)

see θρώσκω.

Greek Monotonic

ἔθορον: αόρ. βʹ του θρῴσκω.