v. θρῴσκω.
ἔθορον: эп. aor. 2 к θρῴσκω.
ἔθορον: ἀόρ. β΄ τοῦ θρώσκω, Ὁμ.
see θρώσκω.
ἔθορον: αόρ. βʹ του θρῴσκω.