ἔκλεο

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impf. Pass. épq. (p. ἐκλέεο) de κλέω.

Greek Monotonic

ἔκλεο: Επικ. αντί ἐκλέεο, βʹ ενικ. παρατ. του κλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἔκλεο: эп. 2 л. sing. impf. pass. к κλέω.