2ᵉ sg. impf. Pass. épq. (p. ἐκλέεο) de κλέω.
ἔκλεο: Επικ. αντί ἐκλέεο, βʹ ενικ. παρατ. του κλέω.
ἔκλεο: эп. 2 л. sing. impf. pass. к κλέω.