ἔκπτοιος
English (LSJ)
ἔκπτοιον, scared, Phryn.PSp.15B.
German (Pape)
[Seite 777] erschreckt, B. A. p. 10, 21.
Spanish (DGE)
-ον asustado Phryn.PS 15.
Greek Monolingual
ἔκπτοιος, -ον (Α)
φοβισμένος, τρομαγμένος.
ἔκπτοιον, scared, Phryn.PSp.15B.
[Seite 777] erschreckt, B. A. p. 10, 21.
-ον asustado Phryn.PS 15.
ἔκπτοιος, -ον (Α)
φοβισμένος, τρομαγμένος.