ἔκροια
English (LSJ)
Ion. ἐκροίη, ἡ, Hsch., = ἔκρυσις II, Sor.2.47; αἵματος Aret. CD2.3 (pl.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ή Hsch.
1 expulsión del esperma en casos de atonía uterina ἔ. μὲν οὖν ἐστιν ἀποπτυσμὸς τοῦ σπέρματος μετὰ τὴν συνουσίαν Sor.3.15.11
•flujo αἱ τοῦ αἵματος ἀπὸ νεφρῶν ἔκροιαι los flujos de la sangre desde los riñones Aret.CD 2.3.3
•pérdida, caída τριχῶν Ael.Prom.57.18.
2 desembocadura de un río ὁ Ἰνδὸς ποταμός ... εἰς τὸν κόλπον τὸν Περσικὸν ἔχων τὰς ἐκροίας Cosm.Ind.Top.11.16, cf. 2.81
•escape, vía de escape del agua ἐπλήρουν τὴν κολυμβήθραν, ἀκριβῶς ... τὰς ἐκροίας αὐτῆς ἀσφαλισάμενοι Socr.Sch.HE 7.17.13, cf. Cael.P.Ep.Cyr.1.
Greek Monolingual
ἔκροια, ιων. ἐκροίη, η (Α)
βλ. έκρυσις.