ἔλλαβον

French (Bailly abrégé)

ao.2 épq. de λαμβάνω.

Greek Monotonic

ἔλλᾰβον: Επικ. αντί ἔλαβον, αόρ. βʹ του λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἔλλαβον: эп. = ἔλαβον.