ἔλλαχον

French (Bailly abrégé)

ao.2 poét. de λαγχάνω.

Greek Monotonic

ἔλλᾰχον: Επικ. αντί ἔλαχον, αόρ. βʹ του λαγχάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἔλλαχον: HH, Theocr. = ἔλαχον.