Poet. aor. 2 imper. of ἐμβαίνω.
v. ἐμβαίνω.
ἔμβᾱ: = ἔμβηθι.
ἔμβα: Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἔμβηθη, προστακτ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ ἐμβαίνω.
ἔμβᾱ: Αττ. αντί ἔμβηθι, προστ. αορ. βʹ του ἐμβαίνω.