v. ἔμπεδος.
ἔμπεδα: adv. Hom., Anth. = ἔμπεδον.
ἔμπεδα: ἐπίρρ., ἴδε ἔμπεδος.
ἔμπεδα (Α)επίρρ. βλ. έμπεδος.
ἔμπεδα: επίρρ., βλ. ἔμπεδος.
adverb[v. ἔμπεδος.]