ἔμπεδα

English (LSJ)

v. ἔμπεδος.

French (Bailly abrégé)

v. ἔμπεδος.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπεδα: adv. Hom., Anth. = ἔμπεδον.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπεδα: ἐπίρρ., ἴδε ἔμπεδος.

Greek Monolingual

ἔμπεδα (Α)
επίρρ. βλ. έμπεδος.

Greek Monotonic

ἔμπεδα: επίρρ., βλ. ἔμπεδος.

Middle Liddell

adverb[v. ἔμπεδος.]