ἔμπεσον

English (LSJ)

Ep. aor. 2 of ἐμπίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπεσον: эп. (= ἐνέπεσον) aor. 2 к ἐμπίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπεσον: Ἐπ. ἀόρ. β΄ τοῦ ἐμπίπτω.

Greek Monotonic

ἔμπεσον: Επικ. αντί ἐνέπεσον, αόρ. βʹ του ἐμπίπτω.