Ep. aor. 2 of ἐμπίπτω.
ἔμπεσον: эп. (= ἐνέπεσον) aor. 2 к ἐμπίπτω.
ἔμπεσον: Ἐπ. ἀόρ. β΄ τοῦ ἐμπίπτω.
ἔμπεσον: Επικ. αντί ἐνέπεσον, αόρ. βʹ του ἐμπίπτω.