ἔναρον

Spanish

maldición

Greek (Liddell-Scott)

ἔναρον: τό, ἑνικὸν τοῦ ἔναρα, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν χρήσει.

Greek Monotonic

ἔνᾰρον: τό, ενικ. του ἔναρα, σε αχρησ.

Russian (Dvoretsky)

ἔνᾰρον: поэт. (= ἤναρον) aor. 2 к ἐναίρω.