maldición
ἔναρον: τό, ἑνικὸν τοῦ ἔναρα, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν χρήσει.
ἔνᾰρον: τό, ενικ. του ἔναρα, σε αχρησ.
ἔνᾰρον: поэт. (= ἤναρον) aor. 2 к ἐναίρω.