ἔνδεκτος

Spanish (DGE)

-ον
admisible, posible c. inf. ἀποστάντος δὲ τοῦ τόνου ἦν ἔνδεκτον συναποστῆναι ... A.D.Synt.342.26, cf. 181.10, οὐ γὰρ ἔνδεκτον ἀναφέρεσθαι κτῆμά τινος no es posible hacer referencia a la posesión de algo A.D.Synt.84.9, cf. Adu.134.1.