ἔνεικα

French (Bailly abrégé)

ao. épq. et ion. de φέρω.

Greek Monotonic

ἔνεικα: Επικ. αντί ἤνεγκα, Επικ. προστ. ἔνεικε, απαρ. -έμεν, αόρ. αʹ του φέρω.