ἔνζυμος

Greek (Liddell-Scott)

ἔνζῡμος: -ον, ἐπὶ ἄρτου, ὁ ἔχων ζύμην, ἀντίθ. τῷ ἄζυμος, Δαμασκ. ΙΙ. 392C, Κηρουλ. 745Α.