ἔνοψις

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ὄψομαι) = ἔποψις, Them.Or.13.177d.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
vista ἐν χώρῳ ἀπῳκισμένῳ τῆς ἡμετέρας ἐνόψεως Them.Or.13.177d.

German (Pape)

[Seite 851] ἡ, der Anblick, die Ansicht, Themist., l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνοψις: -εως, ἡ, (ὄψομαι) = ἔποψις, τῆς ἡμετέρας ἐνόψεως Θεμίστ. 177D. Πιθ. ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ ἐπόψεως˙ πρβλ. Πλάτ. Πολ. 499D.