ἔνσιτος

English (LSJ)

ἔνσιτον,
A public guest, a title of honour at Sparta, IG5(1).53.35, al.
II fed, replete, Hippiatr.111.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. invitado público tít. honoríf. en Esparta IG 5(1).53.35 (I/II d.C.), 64.14 (II d.C.).
2 de anim. repleto de comida, ahíto ἵππος Hippiatr.Berol.111.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνσῑτος: -ον, κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ σύσσιτος, ὁ λαμβάνων δημοσίαν σίτησιν, τιμητικὴ ἐπωνυμία ἐν Σπάρτῃ, Σύλλ. Ἐπιγρ. 1240 ἐν τέλει 1249 κ. ἀλλ.