ἔξοπλος

English (LSJ)

ἔξοπλον, unarmed, Plb.3.81.2.

German (Pape)

[Seite 887] entwaffnet, ohne Waffen, μέρος τοῦ σώματος Pol. 3, 81, 2, auch = ohne Vertheidigung.

Russian (Dvoretsky)

ἔξοπλος: невооруженный, безоружный, т. е. незащищенный (μέρος, sc. τοῦ σώματος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔξοπλος: -ον, (ὅπλον) ἄοπλος, Πολύβ. 3. 81, 2.

Greek Monolingual

ἔξοπλος, -ον (Α)
άοπλος.