ἔπαθον

English (LSJ)

v. πάσχω.

French (Bailly abrégé)

ao.2 de πάσχω.

Russian (Dvoretsky)

ἔπαθον: aor. 2 к πάσχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπᾰθον: ὁριστ. ἀορ. β΄ τοῦ πάσχω.

English (Autenrieth)

see πάσχω.

Greek Monotonic

ἔπᾰθον: αόρ. βʹ του πάσχω.