ἔπηξα

French (Bailly abrégé)

ao. de πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἔπηξα: aor. 1 к πήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπηξα: ἴδε πήγνυμι.

English (Autenrieth)

see πήγνῦμι.

Greek Monotonic

ἔπηξα: αόρ. αʹ του πήγνυμι.