aor.2 of πέρθω.
v. πέρθω.
ἔπρᾰθον: aor. 2 к πέρθω.
ἔπρᾰθον: ἀόρ. β΄ τοῦ πέρθω.
see πέρθω.
ἔπρᾰθον: αόρ. βʹ του πέρθω.