ἔπταξαν: Δωρ. ἀντὶ ἔπτηξαν, γ΄ πληθ. ἀορ. α΄ τοῦ πτήσσω.
ἔπταξαν: Δωρ. αντί ἔπτηξαν, γʹ πληθ. αορ. αʹ του πτήσσω.
ἔπτᾱξαν: дор. (= ἔπτηξαν) 3 л. pl. aor. 1 к πτήσσω.