ἔσσυμαι

English (LSJ)

pf. Pass. of σεύω.

French (Bailly abrégé)

v. σεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἔσσῠμαι: pf. pass. к σεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔσσῠμαι: παθ. πρκμ. τοῦ σεύω.

English (Autenrieth)

see σεύω.

Greek Monotonic

ἔσσῠμαι: Παθ. παρακ. του σεύω.