pf. Pass. of σεύω.
v. σεύω.
ἔσσῠμαι: pf. pass. к σεύω.
ἔσσῠμαι: παθ. πρκμ. τοῦ σεύω.
see σεύω.
ἔσσῠμαι: Παθ. παρακ. του σεύω.