ἔτλην

English (LSJ)

ης, η, aor. 2 of Τλάω.

French (Bailly abrégé)

ao.2 de τλάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔτλην: -ης, -η, ἀόρ. τῆς ῥίζης *τλάω.

English (Autenrieth)

see τλῆναι.

Greek Monotonic

ἔτλην: -ης, ἡ, αόρ. βʹ του *τλάω.