ἔφελξις

English (LSJ)

-εως, ἡ, a dragging after one, τοῦ πεπηρωμένου μορίου Arist. IA708b10.

German (Pape)

[Seite 1114] ἡ, = ἐφελκυσμός, ὁ, Arist. inc. an. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἔφελξις: -εως, ἡ, τὸ ἐφέλκειν, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 8. 6.

Russian (Dvoretsky)

ἔφελξις: εως ἡ притягивание, подтягивание (τινός τινι Arst.).