2ᵉ sg. sbj. prés. poét. de ἔχω.
see ἔχω.
ἔχῃσθα: Επικ. βʹ ενικ. υποτ. του ἔχω.
ἔχῃσθα: эп. 2 л. sing. praes. conjct. к ἔχω.