ἕλη

English (LSJ)

ἡ,= εἵλη, ἀλέα (B),Ar.V.772 (Sch.Rav.), Eust.667.22, 1573.45.
ἕλη, ἕληαι, v. αἱρέω.

Spanish (DGE)

v. εἵλη.

Greek (Liddell-Scott)

ἕλη: ἡ, = εἵλη, ἀλέα Εὐστ. 667. 22., 1573. 45 (πρβλ. σείριος).