ἕξκλινος

English (LSJ)

ἕξκλινον, = ἑξάκλινος, EM346.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἕξκλῑνος: -ον, = ἑξάκλινος, Ἐτυμ. Μ. 346. 14.

German (Pape)

ἑξάκλινος.