Ἑκάβα

English (Slater)

Ἑκᾰβα wife of Priam. “ἁ]νίκα Δαρδανίδαις Ἑκαβ[ ]ποτεἶδεν ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ” (i. e. Paris) Πα. 8A. 17.

Russian (Dvoretsky)

Ἑκάβᾱ: ἡ дор. = Ἑκάβη.