Ἑλλησποντίς

English (LSJ)

-ίδος, fem. Adj., = Ἑλλησποντιάς, πηλαμύς S. Fr.503.

Spanish (DGE)

-ίδος
adj. fem. helespóntide, del Helesponto ἡ πάροικος πηλαμύς S.Fr.503.2
ét. del Helesponto, St.Byz.s.u. Ἑλλήσποντος.

Russian (Dvoretsky)

Ἑλλησποντίς: ίδος Soph. adj. f к Ἑλλησπόντιος.