ἠέρι: Ἰων. καὶ Ἐπ. δοτ. τοῦ ἀήρ, Ὅμ.
ἠέρι: Ιων. και Επικ. δοτ. του ἀήρ, σε Όμηρ.
ἠέρι: эп. dat. к ἀήρ.