ἠΰκομος

English (LSJ)

etc., Epic and Lyr. for εὔκομος.

French (Bailly abrégé)

épq. c. εὔκομος.

Russian (Dvoretsky)

ἠΰκομος: Hom., HH = εὔκομος.

German (Pape)

ep. = εὔκομος.