ἠείδει

Greek (Liddell-Scott)

ἠείδει: ποιητ. γ΄ ἑν. ὑπερσ. τοῦ οἶδα· ἴδε ἐν λ. *εἴδω.

French (Bailly abrégé)

v. *εἴδω.