ἠελιῶτις
English (LSJ)
v. ἡλιώτης.
German (Pape)
[Seite 1155] ιδος, ἡ, s. ἡλιῶτις.
Greek (Liddell-Scott)
ἠελιῶτις: ἴδε ἐν λ. ἡλιώτης.
Greek Monotonic
ἠελιῶτις: Επικ. θηλ. του ἡλιώτης.
v. ἡλιώτης.
[Seite 1155] ιδος, ἡ, s. ἡλιῶτις.
ἠελιῶτις: ἴδε ἐν λ. ἡλιώτης.
ἠελιῶτις: Επικ. θηλ. του ἡλιώτης.