ἠλεκάτιον

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of ἠλεκάτη (v. ἠλακάτη), BCH35.286 (Delos, ii B.C.).

Greek Monolingual

ἠλεκάτιον, τὸ (Α)
υποκορ. του ηλεκάτη.