ἠλιθιόω
English (LSJ)
make foolish, distract, φρένας A.Pr.1061 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1161] einfältig machen, bethören, betäuben; μὴ φρένας ὑμῶν ἠλιθιώσῃ βροντῆς μύκημα Aesch. Prom. 1063, Schol. εἰς ἀναισθησίαν ἄξῃ.
French (Bailly abrégé)
ἠλιθιῶ :
rendre stupide, frapper de stupeur.
Étymologie: ἠλίθιος.
Russian (Dvoretsky)
ἠλῐθιόω: приводить в состояние отупения, ошеломлять (φρένας τινός Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἠλῐθιόω: ποιῶ τινα ἠλίθιον, διαταράττω τὰς φρένας αὐτοῦ, τρελλαίνω, μὴ φρένας ὑμῶν ἠλιθιώσῃ βροντῆς μύκημ’ ἀτεράμνου Αἰσχύλ. Πρ. 1061.
Greek Monotonic
ἠλῐθιόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ κάποιον ηλίθιο, διαταράσσω νοητικά, τρελαίνω κάποιον, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἠλῐθιόω, fut. -ώσω [from ἠλίθιος
to make foolish, distract, craze, Aesch.