ἠπειγμένως

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass., (ἐπείγω) hurriedly, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1173] eilend, Schol. Il. 3, 213 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπειγμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐπείγω, μετὰ σπουδῆς, Σχ. Ἰλ. Γ. 213, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἠπειγμένως (Α)
επίρρ. γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. ηπειγμένος του επείγω].