ἠπεροπηΐς

English (LSJ)

ΐδος, ἡ, pecul. fem. of ἠπεροπεύς, ἠ. τέχνη cheating arts, [Hom.] ap.Str.1.2.4, etc.

German (Pape)

τέχνη, Täuschungskunst, poet. bei Strab. 1.17.